κουρσάρος

κουρσάρος
Βλ. λ. πειρατεία (πολεμική).
* * *
και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος)
1. πειρατής, ληστής
2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ. cursarius < λατ. cursus «κούρσα, κούρσος» + -arius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουρσάρος — ο (λ. ιταλ.), ληστής, πειρατής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκουρσάριος — ὁ, Μ κουρσάρος, πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κουρσάριος «κουρσάρος, πειρατής»] …   Dictionary of Greek

  • Nikos Tsiforos — Νίκος Τσιφόρος Born 1912 Alexandria, Egypt Died 1970 Athens, Greece Occupation Screenwriter Film director Years active …   Wikipedia

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • αλγερινός — ή, ό και αλγερινός, αλτζερίνος 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλγερία 2. αυτός που προέρχεται από την Αλγερία 3. ως ουσ. ο κάτοικος τής Αλγερίας ή όποιος κατάγεται από αυτήν 4. πειρατής, κουρσάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλγερία. ΠΑΡ. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • καταδρομέας — ο 1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης 2. ναυτ. κουρσάρος 3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον επιδρομή επιδρομεύς σχηματίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • κορσάρος — ο βλ. κουρσάρος …   Dictionary of Greek

  • κουρσάρικος — η, ο (Μ κουρσάρικος, η, ον [κουρσάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κουρσάρους, πειρατικός 2. το ουδ. ως ουσ. το κουρσάρικο(ν) πειρατικό πλοίο …   Dictionary of Greek

  • κουρσευτής — ο [κουρσεύω (Ι)] αυτός που κουρσεύει, πειρατής, κουρσάρος …   Dictionary of Greek

  • μπαντίδος — ο (Μ μπαντίδος και παντίδος) καταδικασμένος σε εξορία, φυγάς νεοελλ. 1. πειρατής καταδρομέας, κουρσάρος 2. ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bandito < bandire «επικηρύσσω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”